μποφόρια, τα, άκλ. ουσ. [πλ. του άκλ. ουσ. μποφόρ], τα μποφόρ. (Λαϊκό τραγούδι: με μπουνάτσες και μποφόρια ταξιδεύουν τα βαπόρια στα λιμάνια όλης της γης, Δύσης και Ανατολής
- ανέβηκαν τα μποφόρια, δηλώνει ψυχική ένταση από ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση: «η παρέα ήταν στο κέφι, αλλά μόλις άρχισαν να παίζουν και τα όργανα, ανέβηκαν τα μποφόρια κι έγινε χαμός απ’ τα σπασίματα || οι παρέες ήταν έτοιμες ν’ αρπαχτούν και μόλις κάποιος έβρισε τη μάνα ενός δικού μας, ανέβηκαν τα μποφόρια κι έγινε σκοτωμός». Αναφορά στην κλίμακα μποφόρ (από το όνομα του Άγγλου ναυάρχου Beaufort) με την οποία εκτιμάται η ένταση του ανέμου.